- αφιλοσόφητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει φιλοσοφική μόρφωση, ο άμοιρος φιλοσοφίας: Στη δουλειά του μπορεί να 'ναι καλός, γενικότερα όμως είναι αφιλοσόφητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.